συνάπειμι

συνάπειμι
(I)
ΜΑ
1. αναχωρώ μαζί με κάποιον
2. αποδημώ ή πεθαίνω μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἄπειμι (II) «αποχωρώ, φεύγω»].
————————
(II)
Μ
είμαι απών, απουσιάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἄπειμι (Ι) «είμαι απών»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”